ὠμοκοτύλη

ὠμοκοτύλη
ὠμο-κοτύλη [pron. full] [ῠ], ,
A shoulder-joint, Poll.2.137.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὠμοκοτύλη — shoulder joint fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμοκοτύλη — ἡ, Α η άρθρωση τού ώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κοτύλη «κοιλότητα»] …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”